- αποστερητικός
- η , όν вызывающий лишение, потерю
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποστερητικός — ἀποστερητικός, ή, όν (Α) αυτός που αποστερεί κάτι από κάποιον … Dictionary of Greek
ἀποστερητικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστερητικόν — ἀποστερητικός of masc acc sg ἀποστερητικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστερητικήν — ἀποστερητικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστερητρίδα — ἀποστερητικός of fem acc sg ἀποστερητρίς for cheating fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)